αεναος

αεναος
    ἀέναος
    ἀέ-νᾰος
    (ᾱε), ион. ἀείναος, стяж. ἀείνως 2
    вечнотекущий, неиссякающий, вечный
    

(κρήνη Hes.; πῦρ Pind.; ποταμός Aesch., Her., Eur., Arst.; παγά Eur.; νεφέλαι Arph.; φύσις Plut.)

    ἀέναοι τράπεζαι Pind. — всегда накрытые столы;
    ἀέναον τέν τροφέν παρέχειν Xen. — постоянно снабжать продовольствием;
    ἀ. ούσία Plat. — вечная сущность


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αεναος" в других словарях:

  • αέναος — η, ο (Α ἀέναος, ον και ιων. ἀείναος και συνηρ. ἀείνως) 1. αυτός που ρέει διαρκώς, αστείρευτος, ανεξάντλητος 2. αιώνιος, ακατάλυτος, διαρκής, άφθαρτος («αέναος διαδοχή τών ετών») 3. επίρρ. αενάως συνεχώς, διαρκώς, ακατάπαυστα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀέν ( …   Dictionary of Greek

  • ἀέναος — ἀ̱έναος , ἀέναος ever flowing masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αέναος — η, ο επίρρ. αενάως αστείρευτος, ασταμάτητος: Τον βρήκαν δυστυχίες αέναες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αἰενάοντα — ἀέναος ever flowing neut nom/voc/acc pl (epic) ἀέναος ever flowing masc acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰείναον — ἀέναος ever flowing masc/fem acc sg (ionic) ἀέναος ever flowing neut nom/voc/acc sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀενάοισι — ἀέναος ever flowing masc/neut dat pl (epic doric aeolic) ἀ̱ενάοισι , ἀέναος ever flowing masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) ἀενάων masc/neut dat pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀενάοισιν — ἀέναος ever flowing masc/neut dat pl (epic doric aeolic) ἀ̱ενάοισιν , ἀέναος ever flowing masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) ἀενάων masc/neut dat pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀενάοντα — ἀέναος ever flowing neut nom/voc/acc pl (epic) ἀέναος ever flowing masc acc sg (epic) ἀενάων neut nom/voc/acc pl ἀενάων masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀενάων — ἀέναος ever flowing masc nom sg (epic) ἀ̱ενάων , ἀέναος ever flowing masc/fem/neut gen pl ἀενάων masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰεναόντων — ἀέναος ever flowing masc/neut gen pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰείναος — ἀέναος ever flowing masc/fem nom sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»